Μαρτυρίες Μικρασιατών προσφύγων για την άφιξή τους στην Ελλάδα.
Τρεις αιώνες μια ζωή
[…]
Ένα εξάμηνο είχε περάσει ήδη κι αποφασίσαμε να φύγουμε. Μας βοήθησαν όλοι να βρούμε λεφτά για τα εισιτήρια και μια μέρα μας αποχαιρέτησαν με δάκρυα στα μάτια και μπήκαμε στο πλοίο για τον Πειραιά.
Μέσα σ’ ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο χημικών στο Μοσχάτο έμενε ένας συγγενείς μας, Σιδερής κι αυτός, μαζί με την μητέρα και τον αδερφό του. Πήγαμε και τους βρήκαμε και μας είπαν ότι μπορούσαμε να καθαρίσουμε μια αποθήκη και να μείνουμε εκεί. Υπήρχαν πολλές αποθήκες όπου ζούσαν πρόσφυγες. Η αποθήκη που μας έδωσαν ήταν γεμάτη με κέρατα – δεν ξέρω τι τα έκαναν τόσα κέρατα. Μαζί μας καθάριζαν κι άλλοι άνθρωποι που θα έμεναν εκεί. Βγάλαμε έξω τα κέρατα, καθαρίσαμε όσο μπορούσαμε το χώρο και μπήκαμε μέσα. Στο πάτωμα υπήρχαν στρωμένα τούβλα με κενά ανάμεσά τους, και δεν είχαμε ούτε χώρο να κοιμηθούμε ούτε τίποτα να στρώσουμε κάτω.
Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητα του ανθρώπου να επιβιώνει και ν’ αντέχει. Όλοι εμείς, που είχαμε συνηθίσει να έχουμε όλα τα καλά του Θεού, στριμωγμένοι σε μια σκοτεινή αποθήκη, χωρίς στρώμα ν’ αποθέσουμε τα πονεμένα μας κόκαλα! Κι όμως, δεν απελπιζόμασταν… Δώδεκα οικογένειες μείναμε σ’ αυτή την αποθήκη. Η δική μας ήταν η πιο ολιγομελής. – ο αδερφός μου, η μητέρα μου κι εγώ, και τρία ξαδερφάκια που τα πήραμε μαζί μας απ’ τη Νάξο. Δώδεκα οικογένειες σ’ έναν άθλιο χώρο 12Χ4… Βρήκαμε κάτι τσουβάλια, τα πλύναμε και ράψαμε διαχωριστικά. Η κάθε οικογένεια απέκτησε το δικό της χώρο. Κάναμε και καλαμπούρια μεταξύ μας… «Εδώ είναι η κρεβατοκάμαρά μας, εδώ η κουζίνα κι εκεί το καθιστικό μας!» Προσπαθούσαμε ο ένας να δίνει κουράγιο στον άλλο, για να μπορέσουμε ν’ αντέξουμε και να συνέλθουμε. Δυόμισι χρόνια ζήσαμε έτσι.
[…]
Φιλιώ Χαϊδεμένου. Τρεις αιώνες μια ζωή. Εκδόσεις Λιβάνη. Αθήνα 2005.
Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος από ένα μαξούλι (=σοδειά) περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια.
(Μαρτυρία Αποστόλου Μυκονιάτη από παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Α΄, σ. 142.
Πήγαμε πάλι στη Θεσσαλία. Βάλαμε καπνά στον Αλμυρό δουλέψαμε όλοι, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Είχε όμως ελονοσία και μας θέρισε πέθαναν οι μισοί. Ο τόπος μας ξεπάστρεψε. Κερδίσαμε πολλά, μα τι τα θες; Μετά φοβηθήκαμε την αρρώστια και πήγαμε στη Θήβα. Μείναμε και εκεί λίγο και κάναμε καπνά, μετά πήραμε αποζημίωση κι ήρθαμε εδώ. Μπήκαμε σε καλές δουλειές. Ο αδερφός μου έπιασε δουλειά στο σιδηρόδρομο εγώ έγινα φορτοεκφορτωτής στο σταθμό. Πήρα και σπιτάκι στην Καισαριανή το ’26.
(Μαρτυρία Ευάγγελου Γκάλα από το χωριό Κόλντερε, κοντά στη Μαγνησία).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Α΄, σ. 113.
Δέκα πέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: – Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω.
Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (=κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.
Από τον Άι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!
Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: – Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! – Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.
Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας: – Προσφυγιά! Προσφυγιά! Λέγανε και περνούσανε…
(Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου από το χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Β΄, σ. 261.
Στη Μερσίνα μείναμε μια βδομάδα στα σύρματα… ύστερα ήρθε το βαπόρι και μας πήρε. Στο ταξίδι έκανε φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν από το φόβο τους. Άκουγες φωνές, κλάματα. Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη μάνα μου και τα τρία παιδιά μου, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα, από ένα ως έξι χρονώ. Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε άφησα τα παιδιά σε μια γωνιά του βαποριού κοντά στη μάνα μου και κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες γυναίκες. Μερικοί άνθρωποι δε βάσταξαν από τα βάσανα που τράβηξαν και πέθαναν στο βαπόρι τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα. Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν εκεί εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα. Μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, κοντά στη σημερινή Νέα Καρβάλη. Δυο χρόνια μείναμε εκεί κάτω από τα τσαντίρια. Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το παιδί μου ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα ερχόνταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους. Δεν ξέραμε στο χωριό μας τέτοια αγρίμια. Είχαν, να, κάτι τέτοια μεγάλα δόντια…
Αχ! Καλύτερα να μη γινόνταν η Ανταλλαγή, να μέναμε στα Κενάταλα. Εκεί έξι μήνες δουλεύαμε, έξι μήνες καθόμαστε και τρώγαμε. Πάλι όμως μπορούσε να γίνει αυτό, να μη φεύγαμε; Τι θα κάναμε ανάμεσα στους Τούρκους; Εδώ τουλάχιστον. Είμαστε σε χριστιανικό έθνος.
(Μαρτυρία Δέσποινας Συμεωνίδου από το χωριό Κενάταλα της Καππαδοκίας, κοντά στο Γκέλβερι).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Β΄, σ. 178.
Όταν ήρθαμε στη Χίο ήμαστε περισσότεροι από τους ντόπιους. Υποφέραμε εμείς, αλλά υπόφερε κι η Χίος πολύ. Ούτε αγκάθια δεν είχαν μείνει. Άλλος πήγαινε για ξύλα, άλλος για κουκουνάρες… Μας κυνηγούσαν πολύ οι αγροφύλακες κι όλος ο κόσμος. Άλλος ζητιάνευε, άλλος πήγαινε στα περιβόλια. Ό,τι έβρισκε ο καθένας, έπαιρνε για να ζήσει.
Στη Χίο έμεινα ένα χρόνο. Μετά πήγα Πάτρα, Κόρινθο και τελικά στο Βέλο. Εκεί έμεινα μερικά χρόνια, έχω και σπίτι. Από το Βέλο ήρθα στην Αθήνα και μετά πήγα στην Αλεξανδρούπολη, στην αδερφή μου, κι άνοιξα εστιατόριο. Σε λίγο μου κάηκε το μαγαζί κι άνοιξα άλλο εξοχικό. Εν τω μεταξύ αρρώστησα και ξαναγύρισα στο Βέλο. Εκεί καλλιεργούσα περιβόλια. Έφυγα όμως πάλι κι ήρθα στην Αθήνα για καλύτερα.
(Μαρτυρία Νικολάου Παπανικολάου από το χωριό Σαζάκι που βρίσκεται στη χερσόνησο της Ερυθραίας, απέναντι από τη Χίο).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Α΄, σ. 76-77.
Βγάλαμε επιτροπή και γύρισε διάφορα μέρη να βρουν ένα καλό χωριό. Πήγαμε στα Γρεβενά, όπου μείναμε πέντε μέρες. Μετά σκορπίσαμε στα γύρω χωριά. Εδώ στο Βατόλακκο (Κοζάνη) ήρθαμε το 1925. Οι πιο πολλοί βρίσκονται στο χωριό Φυλή των Γρεβενών.
Δόξα τω Θεώ, καλούτσικα περνάμε εδώ. Έχουμε γεωργία, κάνουμε καπνά, σταφύλια. Τα παιδιά μας μαθαίνουν γράμματα. Δεν έχουμε πια εκείνο το φόβο των Τούρκων.
(Μαρτυρία Πρόδρομου Εβρενιάδη από το χωριό Χοστσά της Καππαδοκίας, κοντά στα Φάρασα).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Β΄, σ. 341.
Όσοι μείναμε ζωντανοί στη Θεσσαλονίκη, μας φέρανε εδώ στην Τούμπα. Βάλαμε στην ξυλένια εκκλησιά το εικόνισμα του Ταξιάρχη μας. Μπήκαμε κι εμείς στα θαλάματα (=στρατιωτικοί θάλαμοι). Έπειτα μας χτίσαν σπίτια. Όταν πια μπήκαμε σε σπίτι, πολύ χαρήκαμε.
– Δόξα σοι ο Θεός, λέγαμε, σπίτι είναι! Σπίτι! Τη νύχτα θα κλειδώνουμε την πόρτα!
– Και στήσαμε πια τα εικονοστάσια μας στα ντουβάρια, σ’ αληθινά ντουβάρια. Δεν το πιστεύαμε στην αρχή. Τη νύχτα ξυπνούσαμε:
– Αλήθεια, σε σπίτι είμαστε; Λέγαμε.
Μέσα στη νύχτα σηκωνόμαστε. Πηγαίναμε στο εικονοστάσι και προσκυνούσαμε. «Δόξα σοι, ο Θεός!» λέγαμε και ξαναλέγαμε στην αρχή. Έπειτα κι αυτό το συνηθίσαμε.
(Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου από το χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Β΄, σ. 261.
Την άλλη μέρα του Φωτός, Ιανουάριο του 1923, πρωτοβγήκαμε στην Ελλάδα. Μόλις βγήκαμε, περιμένανε κυρίες και μας μοιράσανε ψωμιά και τυριά. Την ίδια μέρα μας βάλανε στο τραίνο και μας πήγανε στην Τρίπολη. Τις δύο πρώτες βραδιές μείναμε μέσα στην Τρίπολη.…
Κι εγώ έρημη ήμουνα και είχα και τρία παιδιά μαζί μου….
Ο γιος μου ήρθε στην Τρίπολη για να μας πάρει να μείνουμε όλοι στην Αθήνα…. Άμα βγήκαμε στον Πειραιά, δεν είχαμε που να μείνουμε. Δύο νύχτες κοιμηθήκαμε στο σταθμό, στο ύπαιθρο. Τρέξαμε, πήγαμε στα Υπουργεία και τότε μας πήρανε και μας βάλανε στο εργοστάσιο του Στρίγγου, σε κάτι αποθήκες μέσα, στον Πειραιά. Εκεί ήτανε και άλλοι πρόσφυγες, από της Σμύρνης τα μέρη όλοι.
Έξι μήνες μείναμε μέσα εκεί. Κακήν κακώς, μην τα ρωτάς, πως ζούσαμε. Έφτασε ο δεύτερος χρόνος της προσφυγιάς. Ήμαστε στα 1924 κι ακούσαμε πως γίνονται συνοικισμοί, για να κάτσουμε εμείς οι πρόσφυγες, στον Ποδονίφτη (=Ν. Ιωνία), στους Ποδαράδες (=Περισσός), στην Κοκκινιά.
Τότε ξέρεις πώς πιάνανε τα σπίτια στους συνοικισμούς; Πήγαινες εκεί, κρεμούσες ένα τσουβαλάκι ή ό,τι είχες σ’ ένα δωμάτιο και το σπίτι ήτανε δικό σου. Ατελείωτα ήτανε ακόμη κεραμίδια δεν είχανε, πόρτες δεν είχανε, παράθυρα δεν είχανε. Και μερικά που είχανε πόρτες και παράθυρα πηγαίνανε άλλο τη νύχτα και τις βγάζανε και ανάβανε φωτιές να ζεσταθούνε, να μαγειρέψουνε. Δύο χρόνια ύστερα που φτάσαμε εμείς στην Ελλάδα ήρθε και μας βρήκε στην Κοκκινιά και ο άντρας μου. Αυτός ήρθε από τους τελευταίους αιχμαλώτους, γιατί, επειδή ήτανε τεχνίτης, τον κρατούσανε και τους δούλευε.
Δουλέψαμε, κουραστήκαμε και κάναμε και σπίτι κι αναστήσαμε τα παιδιά μας και δουλέψανε κι εκείνα κι εδώ θα τελειώσουμε τη ζωή μας. Τα βάσανά μας ποτέ δεν θα φύγουνε από μέσα μας.
(Μαρτυρία Μαριάνθης Καραμουσά από το χωριό Μπαγάρασι κοντά στα Σώκια).
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Α΄, σ. 193-195.
Το ταξίδι κράτησε δεκαέξι μέρες. Μετά τη Ρόδο πιάσαμε Πειραιά, μετά φτάσαμε στη Κέρκυρα. Ήταν παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος, 11 Δεκεμβρίου 1922. Έβρεχε. Βγήκαμε στην παραλία με καΐκια. Λένε: «Θα σας πάμε με αραμπάδες σ’ ένα χωριό». Μας πήγαν στο χωριό Σταυρός κάναμε τέσσερις ώρες ώσπου να φτάσουμε εκεί. Εμείς πηγαίναμε πεζή, τα πράγματα μόνο σε αραμπάδες. Και να βρεχόμαστε σ’ όλο αυτό το διάστημα…
Άλλους έβαλαν στην εκκλησία του χωριού, άλλους στο σχολείο, άλλους σε σπίτια. Δεν ρωτάει κανένας: «Ποιοι είστε, τι θέλετε;» Μια αδιαφορία. Δεν μας έδωσαν τίποτα να φάμε. Δεν είχαν κι αυτοί, τι να μας δώσουν; Μια «καλημέρα» μόνο μας έλεγαν. Καλή ήταν κι αυτή. Ευτυχώς είχαμε μαζί μας ψωμί…
Μας έφεραν στην Κέρκυρα, μας έβαλαν στο φρούριο, στις εκεί παράγκες. Μεγάλο Σάββατο ήτανε, έρχεται ένας αέρας και τις παίρνει τις παράγκες. Τι να κάνουμε; Πήγαμε στην εκκλησιά του Άι-Γιώργη, εκεί κοντά ….
Στην αρχή δεν ταιριάζαμε με τους Κερκυραίους. Άλλες συνήθειες αυτοί, άλλες συνήθειες εμείς. Γλώσσα δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Μετά όμως τα φτιάξαμε. Πολλά συνοικέσια έγιναν Κερκυραίοι πήραν προσφυγοπούλες.
(Μαρτυρία Ελένης Μαναήλογλου από το Ικόνιο)
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τομ. Β΄, σ. 348-349.