Παρευξείνιος Ελληνισμός

Μετά  τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους (1830), παραχωρηθήκαν  στους Έλληνες που συνέχιζαν να διαβιώνουν σε μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας ειδικά προνόμια γνωστά με τους νομικούς όρους «Χάτι Σερίφ»(1837) και «Χάτι Χουμαγιούν» (1856). Ο ποντιακός ελληνισμός με αυτό τον τρόπο άρχισε να απολαμβάνει το δικαίωμα της ισονομίας και της θρησκευτικής ελευθερίας.

Εγκατέλειψε τα κρησφύγετά του και πήρε ξανά στα χέρια του το εμπόριο ολόκληρου του Εύξεινου Πόντου. Στις παραλιακές κυρίως περιοχές ( Αμισός, Τραπεζούντα, Κερασούντα, Σεβαστούπολη) χτίστηκαν εκκλησίες και σχολεία που ενίσχυσαν τη νεοελληνική συνείδηση.[1]

Η κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή στα παράλια του Ευξείνου Πόντου ήταν το διαμετακομιστικό εμπόριο. Η Τραπεζούντα μέχρι το 1869 έλεγχε το 40% του εμπορίου της Περσίας και το διαμετακομιστικό εμπόριο απέφερε κέρδος περίπου 200.000.000 φράγκα ετησίως.[2] Ανάλογη ήταν η οικονομική κίνηση των Ελλήνων και στις άλλες πόλεις του Πόντου: από το εμπορικό λιμάνι της Αμισού εξάγονταν μεγάλες ποσότητες εξαιρετικού καπνού και άλλων εγχώριων προϊόντων, ενώ το 1869 στην Αμισό από τις 214 επιχειρήσεις της πόλης οι 156 ανήκαν στους Έλληνες. Στην Κερασούντα οι εφοπλιστικοί και εμπορικοί οίκοι των Κωνσταντινίδη, Κακουλίδη, Σούρμελη, και Πισσάνη καταξιώθηκαν στα μεγάλα εμπορικά κέντρα όχι μόνο του Εύξεινου πόντου αλλά και της Ευρώπης.

Η οικονομική άνθιση του ελληνισμού είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση. Οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου πρόσφεραν ποσά από τα κέρδη  τους υπέρ των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, που λειτούργησε από το 1682 έως το 1922, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Σύμφωνα με τη στατιστική του Παναρέτου το 1913 στις επαρχίες των έξι μητροπόλεων του Πόντου κατοικούσαν 697.000  Έλληνες, ενώ το ίδιο διάστημα λειτουργούσαν 1890 εκκλησίες, 22 μοναστήρια, 1647 παρεκκλήσια και 1401 σχολεία με 85.890 μαθητές.

Ο 20ός αιώνας βρήκε τον ελληνισμό του Πόντου να έχει θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τις άλλες εθνότητες της ευρύτερης περιοχής στον οικονομικό και πνευματικό τομέα. Η κοινωνικο-οικονομική ευμάρεια έδωσε την ώθηση στους Πόντιους κυρίως της Διασποράς να αγωνιστούν για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.[3] Η κίνηση αυτή συμφωνούσε με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών που είχε διακηρύξει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον (Woodrow Wilson) το 1917. Ωστόσο η πολιτική που εφάρμοσαν οι νεοτουρκικές κυβερνήσεις απέναντι των Ελλήνων ήταν εξαιρετικά εχθρική και περιλάμβαναν δυσμενή μέτρα τα οποία συνέθλιψαν οποιαδήποτε πρωτοβουλία και ενέργεια για την αυτονόμηση του Πόντου.

 

[1] Λάσκαρις Μ.Θ., Το ανατολικόν ζήτημα, β’ εκδ., Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 132-133.

[2] Bryer A., The Pontic Revival and the New Greece, Hellenism and the first Greek war of liberation (1821-1830)- Continuity and change, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 189

[3] Φωτιάδης Κ., Η Δημοκρατία του Πόντου, Ο ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας- καθημερινή, Αθήνα 1996, σελ. 47-51.