Μαρτυρίες
Ο αφανισμός των Χριστιανών της Σμύρνης μέσα από τη διήγηση του Προξένου των Η.Π.Α George Horton
…Η γυναίκα μου κι εγώ βρισκόμαστε στο Σεβδίκιοϊ, ένα Ελληνικό χωριό πού απέχει μερικά μίλια απ’ τη Σμύρνη, επάνω στην Οθωμανική Σιδηροδρομική γραμμή, όταν έφθασαν ειδήσεις ότι ο Ελληνικός στρατός έπαθε σοβαρές ήττες. Οι φήμες αυτές δεν έγιναν στην αρχή πιστευτές, διαδίδονταν όμως ολοένα περισσότερο επίμονα και έφερναν στον πληθυσμό την αγωνία και το φόβο.
Τελικά η διήγηση έγινε βεβαιότητα. Έφτασαν επίσημες ειδήσεις ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε υποστεί μια τρομερή και ανεπανόρθωτη ήττα και ότι τίποτε δεν εμπόδιζε πλέον τους Τούρκους να κατέβουν στην παραλία. Ο πληθυσμός άρχισε να φεύγει, στην αρχή λίγοι, ύστερα όλο και περισσότεροι, ωσότου η φυγή εξελίχθηκε σε πραγματικό πανικό.
Η πόλη είχε γεμίσει σχεδόν από πρόσφυγες απ’ το εσωτερικό. Οι περισσότεροι απ’ τους πρόσφυγες αυτούς ήταν μικροί αγροκτηματίες πού είχαν ζήσει στα αγροκτήματα πού είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους από πολλές γενεές. Οι προγονοί τους είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία πριν οι Τούρκοι αρχίσουν ν’ αναπτύσσονται σε έθνος. Ήταν παιδιά της γης αυτής, ικανοί να ζήσουν και να περιθάλπτουν τους εαυτούς των μέσα στα μικρά τους σπίτια και πάνω στα λίγα στρέμματα γης τους, έχοντας η κάθε οικογένεια την αγελάδα της, το γαϊδούρι της και την κατσίκα της. Παρήγαν μάλιστα και καπνό, σύκα, σταφύλια χωρίς σπόρο, και άλλα προϊόντα για εξαγωγή. Ήσαν πολύ έμπειροι στο να καλλιεργούν και να επεξεργάζονται τις καλύτερες ποιότητες καπνού σιγαρέττων και την ανεκτίμητη σταφίδα, της οποίας η Μικρά Ασία παρήγαγε τελευταία την καλύτερη ποιότητα του κόσμου.
Το πολύτιμο αυτό στοιχείο των γεωργών πού αποτελούσε τη σπονδυλική στήλη της ευημερίας της Μικράς Ασίας μετατράπηκε σε επαίτες, πού εξαρτώνταν αποκλειστικά απ’ την ευσπλαγχνία των Αμερικανών.
Έφθαναν κατά χιλιάδες στη Σμύρνη και σε όλο το μήκος της παραλίας.
Γέμιζαν όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και τις αυλές της Χριστιανικής Ενώσεως Νέων και Νεανίδων, καθώς και τα σχολεία της Αμερικανικής Ιεραποστολής. Κοιμούνταν ακόμα και στους δρόμους. Πολλοί έφευγαν κατά τις πρώτες κείνες μέρες επάνω σε ατμόπλοια και ιστιοφόρα. Τα καϊκια, στο λιμένα φορτωμένα με τους πρόσφυγες και τις αποσκευές τους αποτελούσαν ένα γραφικό θέαμα.
Και ύστερα άρχισαν να φτάνουν οι ηττημένοι, σκονισμένοι και ρακένδυτοι Έλληνες στρατιώτες κοιτάζοντας ίσια μπροστά τους σαν υπνοβάτες πού περπατούσαν. Πολλοί απ’ αυτούς —οι πιο τυχεροί— κάθονταν επάνω σε Ασσυριακά κάρρα, πού ήταν διάδοχοι των πρωτόγονων οχημάτων, των χρησιμοποιουμένων την εποχή του Ναβουχοδονόσορα.
Σε ένα ατέλειωτο ρεύμα διέσχιζαν την πόλη και τραβούσαν για το σημείο της παραλίας, όπου είχε αποσυρθεί ο Ελληνικός στόλος. Βάδιζαν σιωπηλά σαν φαντάσματα, χωρίς να κοιτάζουν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Κάπου κάπου μερικοί στρατιώτες εξαντλημένοι ολότελα, έπεφταν χάμω δίπλα στο δρόμο ή μπροστά σε μια πόρτα. Άκουσα πώς μερικούς απ’ αυτούς τους επήραν μέσα στα σπίτια και τους έντυσαν με πολιτικά ρούχα και πώς έτσι γλύτωσαν μερικοί. Άκουσα, επίσης, την πολύ πιθανή διήγηση πώς άλλοι στρατιώτες πού εξαντλήθηκε η αντοχή τους προτού να μπουν μέσα στην πόλη, βρέθηκαν αργότερα με κομμένο το λαιμό τους. Και υστέρα ακούσαμε τελικά πώς οι Τούρκοι πλησίαζαν στην πόλη.
[…]
…Το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου 1922 κατά τις 11 η ώρα, άρχισαν ν’ ακούγονται κραυγές τρόμου. Βγαίνοντας στην πόρτα του προξενείου είδα ένα πλήθος από πρόσφυγες, οι περισσότεροι γυναίκες, έτρεχαν κατατρομαγμένοι προς το Προξενείο προσπαθώντας να εύρουν καταφύγιο μέσα σ’ αυτό και ότι δεν τους άφηναν να μπουν οι δυο ή τρεις ναύτες πού ήσαν προορισμένοι για την υπεράσπιση της προξενικής περιουσίας.
Έσφαξαν ολόκληρες οικογένειες…
Ένα βλέμμα απ’ την ταράτσα πού είχε θέα προς την προκυμαία, εξηγούσε αμέσως την αιτία του τρόμου τους. Το Τουρκικό ιππικό εγέμιζε την προκυμαία πηγαίνοντας προς τους στρατώνες του, πού ήταν κοντά στο Διοικητήριο (Konak) στην άλλη άκρη της πόλεως. Ήταν ρωμαλέοι άνδρες και παρήλαυναν με πλήρη τάξη. Φαίνονταν πώς ήταν καλοθρεμμένοι και ξεκούραστοι. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν του Μογγολικού εκείνου τύπου πού βλέπει κανείς ανάμεσα στους Μωαμεθανούς της Μικρας Ασίας.
Το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου άρχισε η λεηλασία και η σφαγή. Πυροβολισμοί ακούονταν όλη τη νύχτα σε διάφορα μέρη της πόλης και το άλλο πρωί Αμερικανοί υπήκοοι εκ γενετής, άνδρες και γυναίκες, άρχισαν να αναφέρουν ότι είχαν ιδεί πτώματα πεταμένα χάμω στους δρόμους στο εσωτερικό της πόλης.
[…]
Η τελευταία θέα της δύσμοιρης πόλεως τη χαραυγή εκείνη ήταν τεράστια σύννεφα πού ολοένα μεγάλωναν και κατέβαιναν προς τον λιμένα, μια στενή λωρίδα παραλίας κατειλημμένη από μια μεγάλη μάζα ανθρώπων — ένα πλήθος πού ολοένα μεγάλωνε, έχοντας πίσω του τη φωτιά και μπροστά του τη θάλασσα, και ένας ισχυρότατος στόλος διασυμμαχικών πολεμικών πλοίων, ανάμεσα στα όποια υπήρχαν δυο Αμερικάνικα αντιτορπιλικά, αγκυροβολημένα σε μικρή απόσταση απ’ την προκυμαία πού παρακολουθούσαν.
Τη στιγμή πού το αντιτορπιλικό απομακρυνόταν απ’ την τρομερή σκηνή και ερχόταν στο σκοτάδι, οι φλόγες πού τώρα λυσσομανούσαν επάνω σε μια εκτεταμένη περιοχή της πόλεως, δυνάμωναν διαρκώς σε λαμπρότητα παρουσιάζοντας μια σκηνή απαίσιας και τρομερής μεγαλοπρέπειας. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι εδήλωσαν ότι δεν γνωρίζουν παρά μόνο ένα γεγονός στα χρονικά του κόσμου πού θα μπορούσε να συγκριθεί ως προς την αγριότητα, την έκταση και ως προς όλα τα στοιχεία φρίκης, σκληρότητας και ανθρώπινου πόνου προς την καταστροφή της Σμύρνης και του Χριστιανικού πληθυσμού της απ’ τους Τούρκους, κι’ αυτό ήταν η καταστροφή της Καρχηδόνος απ’ τους Ρωμαίους.
Πραγματικά στην Σμύρνη, τίποτε δεν έλειπε σχετικά με την θηριωδία, την ακολασία, τη σκληρότητα και όλη τη μανία του ανθρώπινου πάθους, το όποιο εξ αιτίας της ολοκληρωτικής αναπτύξεώς του κατεβάζει το ανθρώπινο γένος σε επίπεδο χαμηλότερο κι απ’ το πιο σκληρότερο και φρικτότερο επίπεδο του κτήνους.
Γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια του διαβολικού αυτού δράματος οι Τούρκοι λήστευαν και βίαζαν. Ακόμα και ο βιασμός μπορεί να κατανοηθεί σαν ένα ορμέμφυτο της φύσεως, ακαταγώνιστο ίσως, όταν τα πάθη εξαπλώνονται άγρια μέσα σε έναν λαό χαμηλής νοοτροπίας και κατώτερου πολιτισμού, αλλά ο επανειλημμένος βιασμός γυναικών και κοριτσιών δεν ημπορεί ν’ αποδοθεί ούτε σε θρησκευτική μανία, ούτε σε κτηνώδη πάθη.
‘Ενα απ’ τα δυνατότερα συναισθήματα πού πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος…
Horton, G. (1993), The Blight of Asia, (Η κατάρα της Ασίας), μετάφραση – σχόλια: Σολομωνίδου, Β. Γ., Αθήνα: Εστία
Η καταστροφή της Σμύρνης
Μια μαρτυρία που προέρχεται από αδιάσειστα αντικειμενικά πηγή: Τον τότε πρόξενο των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον, που παρακούοντας τις διαταγές του αμερικανικού ύπατου αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη έκανε ό,τι μπόρεσε για να σώσει χριστιανούς. Στο βιβλίο του «The Blight of Asia» (Νέα Υόρκη 1926) τονίζει πως μονάχα η καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους μπορεί να συγκριθεί με τη συμφορά της Σμύρνης. Και προσθέτει: «Όπως το αντιτορπιλικό ξεμάκραινε από τη φοβερή σκηνή και το σκοτάδι απλωνόταν, οι φλόγες, που φυσομανούσαν πια σε μεγάλο μέρος της πολιτείας, λάμπανε όλο και περισσότερο, δημιουργώντας ένα σκηνικό απαίσιας και μακάβριας ομορφιάς. Ωστόσο στην Καρχηδόνα δεν υπήρχε κανένας χριστιανικός στόλος, ν’ ατενίζει αδιάφορα τη συμφορά, που γι’ αυτήν υπεύθυνες ήταν οι κυβερνήσεις τους. Στην Καρχηδόνα δε βρίσκονταν αμερικανικά καταδρομικά». Και προσθέτει: «Μια στο βρόντο οβίδα που θα έσκαγε πάνω από την τουρκική συνοικία θα συγκρατούσε τη θηριωδία των Τούρκων». Μα η οβίδα αυτή δε ρίχτηκε. Τα συμφέροντα είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου.
Κι έτσι με πύρινα γράμματα γράφτηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας τούτοι εδώ οι αριθμοί:
700.000 ΝΕΚΡΟΙ
1.500.000 ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Δημήτρη Φωτιάδη, Ενθυμήματα, (1981).
















Ζήσε, κόρη μου, για τα άλλα σου παιδιά
Ήμασταν στην Πούντα. Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. ‘Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πετούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς ως την άλλη. Τι να κάνει; Το ‘βαλε σε μιαν ακρούλα. «Ζήσε κόρη μου, για τα άλλα σου παιδιά» της είπε η μάνα μας. Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντουρ, μωρή». Βάζω κάτι φωνές κάτι κλάματα φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πεντέξι, εμένα πού να μ’ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου» λέει η μάνα μου. Πέφτει κάτω και λιποθυμά. Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άστραψε το φως μου. «Τσικάρ παρά» λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, του το ‘δωσα. Μ’ αυτό γλύτωσα. Μου δίνει μια σπρωξιά. Πέφτω κάτω. Κι έσπασα τα γόνατά μου. Έχασα και το ένα παπούτσι μου. Πέταξα και το άλλο στη θάλασσα. Εκεί πια οι Ιταλοί μας ανέβασαν αγκαλιά στο καράβι.
Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στη θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια ξανάριχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν τους πετούσαν ζεματιστό νερό για να μην μπορέσουν ν’ ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν ό,τι κάναν, μα σαν πήγαινε κανείς στα πλοία τους να σωθεί τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν.
Η Έξοδος τ. Α’ (Μαρτυρία Άννας Καραπέτσου)
Τρεις αιώνες μια ζωή
[…]
Κάποιοι προσπάθησαν να φτάσουν μέχρι την Μητρόπολη, να καταγγείλουν στους υπεύθυνους πως οι Τούρκοι δε σεβάστηκαν τη συμφωνία τους να μην πειράξουν τους Έλληνες. Ανάμεσά τους βρέθηκα κι εγώ – παρασυρμένη μάλλον απ’ τη λαοθάλασσα… Στη διαδρομή αυτή είδα το μεγαλύτερο μακελειό. Γυρίζω κάποια στιγμή να μιλήσω στη διπλανή μου, Βαγγελιώ τη λέγανε, και βλέπω ένα κορμί να πέφτει στο δρόμο χωρίς κεφάλι! Στρίβουμε αριστερά, πέφτουμε πάνω σε πολυβόλα που γάζωναν ό,τι κινούνταν, αδιακρίτως. Στρίβουμε δεξιά, φλόγες να λαμπαδιάζουν τα πάντα στο διάβα τους. Σε μια στιγμή, μέσα σ’ αυτό τον πανικό, βλέπω έναν άντρα μ’ ένα κοριτσάκι στον ώμο του και μ’ ένα αγοράκι να κρέμεται απ’ το χέρι του. Το κοριτσάκι είχε τρελαθεί και φώναζε: «Παρά, να, παρά, να!» (Πάρτε λεφτά! Πάρτε λεφτά!)
Προσπαθούμε να μπούμε σε κάποιο σπίτι – είναι Τούρκοι ακόμα μέσα και σκοτώνουν! Προσπαθούμε να μπούμε σ’ ένα άλλο… έχει φουντώσει η φωτιά μέσα του! Δίπλα μου κάποιος Τούρκος βιάζει μια Ελληνοπούλα, που ουρλιάζει σπαραξικάρδια!
Φτάνουμε στη λέσχη του Μηλιώτη. Εκεί μας κάνουν μπλόκο οι Τούρκοι κι αρχίζουν να παίρνουν τις γυναίκες και τις κοπέλες και να τις βιάζουν μπροστά στα μάτια των αντρών, των γιων ή των πατεράδων τους, κι αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν απολύτως τίποτα. Κάποιος άντρας, μάλιστα, έπαθε συγκοπή και πέθανε επιτόπου. Φεύγουμε απ’ τη λέσχη και φτάνουμε στην εκκλησία της Παναγιάς, τη Μητρόπολη, που ήταν χτισμένη στο κέντρο των Βουρλών, στη Λότζα. Η αυλή της εκκλησιάς αυτής ήταν τεράστια και τώρα ήταν στρωμένη σε ύψος τουλάχιστον μισού μέτρου, με χρήματα – τεσσαράκια, οχταράκια – μεταλλίκια! Πέρασαν χρόνια για να εξηγήσω αυτή την εικόνα. Η Καταστροφή έγινε μετά την γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Τα κέρματα που είχαν μαζευτεί απ’ τους πιστούς φυλάσσονταν μέσα σε βαρέλια, ενώ τα χαρτονομίσματα τα είχαν σε χρηματοκιβώτια. Τα βαρέλια αυτά φαίνεται πως τα έσπασαν και τα κέρματα πλημμύρισαν την αυτή της Μητρόπολης.
Κυνηγημένοι πραγματικά απ’ τον ίδιο το Διάβολο, τρέχαμε, μπουλούκι, χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, αληθινή λαοθάλασσα, και φτάσαμε σ’ ένα τρίστρατο. Και στα τρία σημεία του στημένα πολυβόλα να θερίζουν όσους ήταν στις πρώτες σειρές κι εμείς οι πιο πίσω να δραπετεύουμε στα τυφλά… δεν είχε καμία σημασία προς τα πού θα πηγαίναμε, αρκεί να απομακρυνόμασταν απ’ το πολυβόλο.
Έχει πια νυχτώσει για τα καλά όταν μπαίνουμε σ’ ένα σπίτι χωρίς να μας πάρουν είδηση οι Τούρκοι και κλείνουμε την πόρτα. Ένα παιδάκι κλαίει και προσπαθούμε να πείσουμε τον πατέρα του να το κάνει να σωπάσει, να μην κάνει φασαρία και μας πάρουν είδηση.
«Μα τι να κάνω;» μας ρωτάει ο γονιός με την απόγνωση ζωγραφισμένη στα μάτια του.
Κουνάει το παιδί στην αγκαλιά του και του μιλάει τρυφερά, αλλά το παιδί δε λέει να σταματήσει να κλαίει… Παίρνει το παιδί του και βγαίνει έξω, στο χαρούμι, την αυλή του σπιτιού, φτάνει στο πηγάδι του σπιτιού και βάζει το μωρό του στον κουβά, το κατεβάζει μέσα στο πηγάδι και κλείνει το άνοιγμα μ’ ένα σιδερένιο καπάκι. Οι φωνές του παιδιού δεν ακούγονται πια κι ο δύσμοιρος πατέρας κάθεται δίπλα στο πηγάδι ακίνητος κι άχρωμος σαν νεκρός.
Μέσα στο σπίτι κι άλλα παιδάκια αρχίζουν να κλαίνε και να φωνάζουν! Ακούγονται ψιθυριστές φωνές:
«Βάλ’ το στο στήθος σου να μη φωνάζει!»
«Κλείσ’ του τη μύτη και το στόμα»
«Δεν μπορώ να κάνω το παιδί μου να σταματήσει! Δεν έχω γάλα να το ταΐσω… Δεν μπορώ να του κλείσω το στόμα… Θα πεθάνει!»
Κάποιος βάζει στο στόμα του παιδιού ένα μαντίλι κι η φασαρία λιγοστεύει.
«Ατς καπουΐ, κεραταλάρ, γκιαούρ, παρά ιστιόρ, ατς καπουΐ, γιουνά ιστιόρ, α κερατά, γκιαούρ, α σιμντί παρά!» – που θα πει: «Τους Έλληνες δε θέλατε; Ε, τώρα εμείς θέλουμε λεφτά!»
Εκατοντάδες άνθρωποι μέσα στο σπίτι, αλλά δεν ακούγεται πια ούτε ψίθυρος. Πολλοί, άλλωστε, έχουν πέσει σε μια κατάσταση νάρκης… κι εγώ με δυσκολία κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά… θαρρείς και προσπαθούμε να ξεφύγουμε απ’ όλο αυτό το κακό καταφεύγοντας σε μια άλλη χώρα, αυτή του ύπνου και της λησμονιάς. Προσπαθούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και δεν μπορούσα. Η μητέρα μου προσπαθούσε να με κρατήσει ξύπνια. Στη ζώνη της είχε κρεμασμένη ένα σακουλάκι ζάχαρη – μου είχε ζητήσει πριν το σκάσουμε απ’ το σπίτι μας να της γεμίσω ένα σακουλάκι με ζάχαρη κι εγώ νόμιζα πως είχε τρελαθεί και μου ζητούσε κάτι τέτοιο σε στιγμές σαν κι αυτές. Εκείνη, όμως, όπως αποδείχτηκε, ήξερε τι έκανε. Σαλιώνει το δάχτυλό της, το βουτάει στη ζάχαρη και μου το βάζει στο στόμα.
«Πιπίλισέ το!» μου λέιε. «Πιπίλισέ το!»
Το πιπίλισα και το ίδιο έκανε και σ’ άλλους ανθρώπους, όσα στόματα έβρισκε μέσα στο σκοτάδι, κι αυτό μας βοήθησε να συνέλθουμε και να μείνουμε ξύπνιοι.
Όλη τη νύχτα αυτή και την επόμενη μείναμε έτσι στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο σκοτεινό εκείνο σπίτι. Όταν ξημέρωσε η δεύτερη αυγή, οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στην πίσω πόρτα, την έσπασαν και μπήκαν μέσα. Χριστέ μου, πώς να περιγράψω με λόγια την σφαγή και τη φρίκη που είδαν τα μάτια μου!… Γυναίκες βιάζονταν, παιδιά αποκεφαλίζονταν και το μόνο που άκουγες εκτός απ’ τα ουρλιαχτά των θυμάτων ήταν: «Λεφτά! Δώστε μας λεφτά» Μα τι να τους δίναμε πια, που ό,τι είχαμε και δεν είχαμε τα είχαμε δώσει στους προηγούμενους;
Τρέχουμε όσοι προλάβαμε και βγαίνουμε απ’ το σπίτι. Κάποιοι μπαίνουν σ’ ένα διπλανό ημιυπόγειο και βγαίνουν λίγα λεπτά αργότερα με τα πόδια τους ματωμένα ως τα γόνατα. Ως αυτό το ύψος έφτανε το αίμα απ’ τη σφαγή που είχε προηγηθεί σ’ εκείνο το σπίτι. Οι Τούρκοι ψάχνουν κάποιον συμπατριώτη μας που τον λένε Βασίλη. Τον φωνάζουν: «Βασίλη! Βασίλη!»
«Ποιον Βασίλη φωνάζουν;» Ρωτάει κάποιος. Τον ακούνε οι Τούρκοι και νομίζουν πως είναι αυτός. Τον παίρνουν, τον γδύνουν, του κόβουν τα γεννητικά όργανα κι ένας με μια ξιφολόγχη του βγάζει τα μάτια.
Με μάτια άδεια απ’ τον πανικό, τρέχουμε και πέφτουμε πάνω σε πολυβόλα… Τρέχοντας στα τυφλά πέφτω πάνω σε μια ανεμόσκαλα σ’ ένα τοιχάκι. Την ανεβαίνω και βγαίνω απ’ την άλλη μεριά. Πίσω μου ακολουθούν δεκάδες άλλοι. Πηδάω απ’ τη σκάλα και πέφτω πάνω σ’ ένα σκοτωμένο… Ποιος όμως δίνει σημασία πια σ’ έναν ακόμα νεκρό όταν γύρω του υπάρχει ο ίδιος ο θάνατος με τα χιλιάδες πρόσωπά του!
Μπαίνουμε σε σπίτια και βγαίνουμε κυνηγημένοι. Βογκητά και φωνές. Άλλος ψάχνει κλαίγοντας τη γυναίκα του κι άλλος το παιδί του… Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω μια γυναίκα νεκρή και στο στήθος της ακουμπισμένο ένα μωράκι να κλαίει με τα χειλάκια του ακουμπισμένα στη θηλή της νεκρής μάνας.
Κάποια στιγμή βρίσκουμε ένα σπίτι που δεν είχε Τούρκους και λουφάζουμε εκεί όλη τη νύχτα. Την αυγή, που έφεξε, αντιλαμβανόμαστε πως παντού δίπλα μας υπάρχουν πτώματα. Δεν έψαχνες πια για την οικογένειά σου. Πήγαινες όπου έβλεπες άλλους χριστιανούς.
«Τι κάνουμε εδώ;» ακούστηκε ένας να λέει. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να φτάσουμε στη Σμύρνη! Η Σμύρνη είναι μεγάλη πολιτεία. Εκεί υπάρχουν Νατσιόνες! (Ξένες Δυνάμεις), Άγγλοι και Γάλλοι, εκεί θα είναι εύκολο να σωθούμε!» Βέβαια η Σμύρνη βρισκόταν τριάντα χιλιόμετρα μακριά…
[…]
Φιλιώ Χαϊδεμένου, Τρεις αιώνες μια ζωή, εκδόσεις Λιβάνη (2005)